- συμφιλία
- η биол сообщество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφιλία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. η από κοινού συμβίωση ζώων τού ίδιου είδους 2. βιολ. η κατάσταση κατά την οποία ένα είδος εντόμων ζει ως επισκέπτης στις φωλιές ενός άλλου είδους κοινωνικών εντόμων αρχ. αμοιβαία φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλία. Η λ. ως νεοελλ … Dictionary of Greek
συμφυλία — ἡ, Α [σύμφυλος] 1. (πιθ. δ. γρφ. αντί συμφιλία) συγγενής ύλη 2. συγγένεια … Dictionary of Greek